- γεννηματικός
- γενν-ημᾰτικός, ή, όν,A = γεννητικός, J.BJ4.8.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γεννηματικός — ή, όν (AM) [γέννημα] ο παραγωγικός … Dictionary of Greek
γεννηματικά — γεννηματικός neut nom/voc/acc pl γεννηματικά̱ , γεννηματικός fem nom/voc/acc dual γεννηματικά̱ , γεννηματικός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεννηματικαῖς — γεννηματικός fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεννηματικῆς — γεννηματικός fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεννηματικάς — γεννηματικά̱ς , γεννηματικός fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)